ἰατικόν

ἰατικόν
ἰατικός
healing
masc acc sg
ἰατικός
healing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετριατικόν — μετριατικόν, τὸ (Μ) φόρος για τα αγροτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρῶ + κατάλ. ιατικόν (πρβλ. μεταξ ιατικόν)] …   Dictionary of Greek

  • μεταξιατικόν — μεταξιατικόν, τὸ (Μ) φόρος που πλήρωναν οι πωλητές για το μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι + κατάλ. ιατικόν] …   Dictionary of Greek

  • μινιατικό(ν) — μινιατικό(ν), τὸ (Μ) φόρος για το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίνα (ΙΙ) «μέτρο χωρητικότητας υγρών» + κατάλ. ιατικόν] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιατικόν — τὸ, Μ η δαπάνη για το καθημερινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. ιατικόν, ουδ. τής κατάλ. ιατ ικός (< ιατός), πρβλ. θυμ ιατ ικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”